- πολιάοχος
- -ον, Α(δωρ. τ.) βλ. πολιούχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολίοχον — πολιάοχος masc/fem acc sg πολιάοχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιόχου — πολιάοχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίοχος — πολιάοχος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιούχος — (I) ο / πολιοῡχος, ον, ΝΜΑ, και πολίοχος, ον, επικ. τ. πολιήοχος, δωρ. τ. πολιάοχος, λακων. τ. πολιᾱχος, ον, Α (για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την προστασία του μια πόλη νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η πολιούχος άγιος τής… … Dictionary of Greek
πολιάοχε — πολιά̱οχε , πολιάοχος masc/fem voc sg πολιά̱οχε , πολιοῦχος masc/fem voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιάοχοι — πολιά̱οχοι , πολιάοχος masc/fem nom/voc pl πολιά̱οχοι , πολιοῦχος masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)